- ἀδυνατεῖ
- ἀδυνατέωto bepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀδυνατέωto bepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτάλωψ — νυκτάλωψ, ωπος, ὁ και ἡ (Α) 1. αυτός που λόγω παθήσεως τών οφθαλμών βλέπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας και όχι κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. αυτός που αδυνατεί να δει κατά τη νύχτα 3. αυτός που δεν βλέπει ούτε τη νύχτα ούτε την ημέρα 4. ως ουσ.… … Dictionary of Greek
ήττων — ον (AM ἥττων, αρχαιότ. αττ. τ. ἥσσων, ον, ιων. τ. ἕσσων, ον) (συγκρ. τού κακός και μικρός) 1. μικρότερος, λιγότερος 2. υποδεέστερος, υπολειπόμενος, κατώτερος, παρακατιανός («ούδενὸς ἥττων γνῶναι» κανενός κατώτερος στο να κρίνει, Θουκ.) 3. (το ουδ … Dictionary of Greek
αγραφία — Διαταραχή της ομαλής λειτουργίας του εγκεφαλικού κέντρου αντίληψης. Αποτέλεσμα της διαταραχής αυτής είναι η ανικανότητα του ατόμου να διατυπώσει κάτι γραπτά ή να γράψει οτιδήποτε του υπαγορεύεται ή και να αντιγράψει κείμενο που βλέπει, γιατί έχει … Dictionary of Greek
αδυναμία — Εξασθένηση του οργανισμού από κόπωση ή από έλλειψη τροφής. Α. λέγεται η έλλειψη ικανότητας αλλά και η υπερβολική συμπάθεια προς κάποιον. α. παροχής (Νομ.).Η κατάσταση του οφειλέτη που αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η α.π. διακρίνεται … Dictionary of Greek
αδύνατος — η, ο (Α ἀδύνατος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει δύναμη, αδύναμος, εξαντλημένος, ανίσχυρος, άτονος 2. (για πράγματα) που δεν είναι δυνατόν να γίνει, δύσκολος, ακατόρθωτος, απραγματοποίητος 3. (για πρόσωπα) που δεν έχει ψυχικό σθένος ή… … Dictionary of Greek
ακαρίαση — Σοβαρή νόσος που προσβάλλει τον άνθρωπο, τα ζώα και τα φυτά. Είναι μεταδοτική δερματοπάθεια που προέρχεται από τα παράσιτα ακάρεα, γνωστή περισσότερο ως ψώρα. Τον άνθρωπο προσβάλλει ο σαρκοκόπτης, μικρό ωοειδές ζωάριο, που έχει ράχη με τριχωτή… … Dictionary of Greek
αλεξία — Μορφή αφασίας, κατά την οποία παρατηρείται αδυναμία ανάγνωσης και προφορικής έκφρασης λέξεων. Ονομάζεται και λεκτική τύφλωση και μπορεί να είναι μερική ή ολική, να συνδέεται δηλαδή με ορισμένα ή με όλα τα γράμματα. Η α. οφείλεται σε οργανικές… … Dictionary of Greek
ανιθαγένεια — η η έλλειψη ιθαγένειας, που προκύπτει συνήθως όταν το άτομο στερηθεί την ιθαγένειά του και αρνηθεί ή αδυνατεί να αποκτήσει την ιθαγένεια που του προσφέρει άλλη χώρα … Dictionary of Greek
διαβήτης — I (Ιατρ.). Όρος που αναφέρεται σε μια ετερογενή ομάδα παθολογικών καταστάσεων, που έχουν κοινό γνώρισμα την υπερβολική αποβολή ούρων. Ο όρος αναφέρεται συνήθως στον σακχαρώδη δ. που είναι και η πιο συχνή από τις καταστάσεις αυτές. Ο σακχαρώδης δ … Dictionary of Greek
διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… … Dictionary of Greek